παρακατηγόρημα

παρακατηγόρημα
παρακατ-ηγόρημα, ατος, τό,
A = παρασύμβαμα, Stoic.2.59, Steph. in Int.11.16, Ammon. in Int.44.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακατηγόρημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατηγόρημα — τὸ, Α [παρακατηγορώ] (στους Στωικούς) πρόσθετο κατηγόρημα, δευτερεύον συμβάν ή περιστατικό, παρασύμπτωμα*, παρασύμβαμα* …   Dictionary of Greek

  • παρακατηγορήμασιν — παρακατηγόρημα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”